Ευαγγέλιο Κυριακής 4/5

Εκείνο τον καιρό, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, βουλευτής και άνθρωπος με υπόληψη, που και αυτός περίμενε τη Βασιλεία του Θεού, τόλμησε και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε να πάρει το Σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος θαύμασε ότι απέθανε κιόλας ο Ιησούς, και αφού προσκάλεσε τον αξιωματικό χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Και ο Ιωσήφ αφού αγόρασε σάβανο και κατέβασε τον Ιησού από τον σταυρό, τον τύλιξε στο σάβανο, τον ενταφίασε σε ένα μνημείο που ήταν σκαμμένο μέσα σε βράχο, και έσυρε μια πέτρα μπροστά στην πόρτα του μνημείου. Όταν γίνονταν αυτά, η Μαρία η Μαγδαληνη και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν και έβλεπαν που ενταφιάζεται ο Ιησούς. Και όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να έλθουν και να αλείψουν τον Ιησού. Και την αυριανή, που ήταν η πρώτη μέρα της εβδομάδος, ξεκίνησαν πολύ πρωί και έρχονταν στο μνημείο, και έφτασαν εκεί με την ανατολή του ηλίου. Και έλεγαν μεταξύ τους: " Ποιός θα μας κυλίσει την πέτρα από την θύρα του μνημείου;" Και καθώς σήκωσαν τα μάτια τους, είδαν πως ήταν αποκυλισμένη η πέτρα, και ήταν μια πέτρα πολύ μεγάλη. Και όταν μπήκαν στο μνημείο, είδαν έναν λευκοφορεμένο νέο να κάθεται στα δεξιά και από το φόβο τους τα έχασαν. Και ο νέος τους λέγει: " μη τα χάνετε από φόβο, το ξέρω πως ζητάτε τον Ιησού από την Ναζαρέτ, που Τον σταύρωσαν. Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ, να ο τόπος που Τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές Του και μάλιστα στον Πέτρο, πως πηγαίνει μπροστά από εσάς στη Γαλιλαία, εκεί θα Τον δείτε καθώς σας είπε." Και οι γυναίκες βγήκαν και έφυγαν από το μνημείο κατατρομαγμένες και κατασαστισμένες, και από τον φόβο τους δεν είπαν σε κανένα τίποτα.